αποδεκατίζω

αποδεκατίζω
-ισα, -ίστηκα, -ισμένος.
1. παίρνω το δέκατο από το εισόδημα, εισπράττω το φόρο της δεκάτης: Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας οι αρχές αποδεκάτιζαν το εισόδημα των αγροτών.
2. φέρνω μεγάλη καταστροφή, ιδιαίτερα σε ανθρώπους: Οι υπερασπιστές του οχυρού είχαν αποδεκατιστεί από τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποδεκατίζω — αποδεκατίζω, αποδεκάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποδεκατίζω — (AM ἀποδεκατίζω) νεοελλ. επιφέρω μεγάλη καταστροφή, φθορά σε πληθυσμό ή αγέλη ζώων αρχ. παίρνω το δέκατο ενός είδους, εισπράττω τη δεκάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δεκατίζω (μόνο σε σύνθεση, στην αρχ. ελλην.) < δέκατος, η ον < δέκα] …   Dictionary of Greek

  • αποδεκάτισμα — το καταστροφή, αφανισμός, φθορά πληθυσμού ή αγέλης ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποδεκατίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκό Λεξικό του Karl Weigel] …   Dictionary of Greek

  • δεκατίζω — 1. προσφέρω το ένα δέκατο τών αγαθών μου ή τής παραγωγής μου 2. αποδεκατίζω 3. δεκατιάζω 4. μετρώ ανά δέκα 5. μετρώ, καταμετρώ 6. φρ. «δεκάτιζε τα λόγια σου» μέτρα τα λόγια σου, μην πολυλογείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856… …   Dictionary of Greek

  • περικείρω — ΝΜΑ κουρεύω ολόγυρα μσν. 1. φονεύω, αποδεκατίζω («τὰ νῶτα τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως περικείροντος», Θεοφύλ. Σιμ.) 2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («περικείρει τὸ εἰωθός», Μητρόφ.) αρχ. 1. μτφ. κατασκάβω, κατακρημνίζω («τῶν Ἐκβατάνων ἀκρόπολιν περικείρας» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”