αποδεκατίζω — αποδεκατίζω, αποδεκάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποδεκατίζω — (AM ἀποδεκατίζω) νεοελλ. επιφέρω μεγάλη καταστροφή, φθορά σε πληθυσμό ή αγέλη ζώων αρχ. παίρνω το δέκατο ενός είδους, εισπράττω τη δεκάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δεκατίζω (μόνο σε σύνθεση, στην αρχ. ελλην.) < δέκατος, η ον < δέκα] … Dictionary of Greek
αποδεκάτισμα — το καταστροφή, αφανισμός, φθορά πληθυσμού ή αγέλης ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποδεκατίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκό Λεξικό του Karl Weigel] … Dictionary of Greek
δεκατίζω — 1. προσφέρω το ένα δέκατο τών αγαθών μου ή τής παραγωγής μου 2. αποδεκατίζω 3. δεκατιάζω 4. μετρώ ανά δέκα 5. μετρώ, καταμετρώ 6. φρ. «δεκάτιζε τα λόγια σου» μέτρα τα λόγια σου, μην πολυλογείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856… … Dictionary of Greek
περικείρω — ΝΜΑ κουρεύω ολόγυρα μσν. 1. φονεύω, αποδεκατίζω («τὰ νῶτα τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως περικείροντος», Θεοφύλ. Σιμ.) 2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («περικείρει τὸ εἰωθός», Μητρόφ.) αρχ. 1. μτφ. κατασκάβω, κατακρημνίζω («τῶν Ἐκβατάνων ἀκρόπολιν περικείρας» … Dictionary of Greek